- κακότης
- κακότης, ητος: evil, wickedness, cowardice; also ‘hardship,’ ‘misery,’ Od. 17.318, and esp. the ills suffered in war or battle, e. g. Il. 11.382.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κακότης — badness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτήτων — κακότης badness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότησι — κακότης badness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότησιν — κακότης badness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητα — κακότης badness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητας — κακότης badness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητες — κακότης badness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητι — κακότης badness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητος — κακότης badness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότατ' — κακότᾱτα , κακότης badness fem acc sg κακότᾱτι , κακότης badness fem dat sg κακότᾱτε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότηθ' — κακότητα , κακότης badness fem acc sg κακότητι , κακότης badness fem dat sg κακότητε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)